Ετυμολογία

επεξεργασία
exonération < λατινική exoneratio

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛɡ.zɔ.ne.ʁa.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
exonération exonérations

exonération (fr) θηλυκό

  1. η απαλλαγή (από μια υποχρέωση, από ένα οικονομικό βάρος κλπ)
     συνώνυμα: abattement, affranchissement, décharge, déduction, dégrèvement, diminution, dispense, exemption, franchise, immunité, remise
     αντώνυμα: accroissement, agrandissement, amplification, augmentation, majoration, surcharge, surtaxe
  2. (φυσιολογία) η αφόδευση

Συγγενικά

επεξεργασία