ενικός         πληθυντικός  
surcharge surcharges

Ουσιαστικό

επεξεργασία

surcharge (en)

  • η επιβάρυνση, πρόσθετη δαπάνη
      When we pay in installments, we have a small surcharge.
    Όταν πληρώνουμε με δόσεις, έχουμε κάποια μικρή επιβάρυνση.
      ενικός         πληθυντικός  
surcharge surcharges

Ουσιαστικό

επεξεργασία

surcharge (fr) θηλυκό