surcharge
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
surcharge | surcharges |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsurcharge (en)
- η επιβάρυνση, πρόσθετη δαπάνη
- ⮡ When we pay in installments, we have a small surcharge.
- Όταν πληρώνουμε με δόσεις, έχουμε κάποια μικρή επιβάρυνση.
- ⮡ When we pay in installments, we have a small surcharge.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
surcharge | surcharges |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsurcharge (fr) θηλυκό
- η υπερφόρτωση, η επιβάρυνση