↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιβάρυνση οι επιβαρύνσεις
      γενική της επιβάρυνσης* των επιβαρύνσεων
    αιτιατική την επιβάρυνση τις επιβαρύνσεις
     κλητική επιβάρυνση επιβαρύνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιβαρύνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επιβάρυνση < επιβαρύνω + -ση < ελληνιστική κοινή ἐπιβαρύνω < ἐπί + αρχαία ελληνική βαρύνω < βαρύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷréh₂us < *gʷreh₂ (βαρύς) +‎ *-us

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.piˈva.ɾin.si/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

επιβάρυνση θηλυκό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία