πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιβάρυνση οι επιβαρύνσεις
      γενική της επιβάρυνσης* των επιβαρύνσεων
    αιτιατική την επιβάρυνση τις επιβαρύνσεις
     κλητική επιβάρυνση επιβαρύνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιβαρύνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία