• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αφόδευση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αφόδευση οι αφοδεύσεις
      γενική της αφόδευσης* των αφοδεύσεων
    αιτιατική την αφόδευση τις αφοδεύσεις
     κλητική αφόδευση αφοδεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αφοδεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αφόδευση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀφόδευ(σις) + -ση < αρχαία ελληνική ἀφοδεύω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αφόδευση θηλυκό

  • η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αφοδεύω· επίσημη και κόσμια λέξη για το χέσιμο

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    αφόδευση
  • αγγλικά : defecation (en)
  • γαλλικά : défécation (fr)
  • γερμανικά : Stuhlgang (de)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αφόδευση&oldid=6930670"
Τελευταία επεξεργασία στις 1 Σεπτεμβρίου 2024, στις 15:34

Γλώσσες

    • English
    • Kurdî
    • Malagasy
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 1 Σεπτεμβρίου 2024, στις 15:34.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας