Ετυμολογία

επεξεργασία

ἀφοδεύω < αρχαία ελληνική ἀφοδεύω

ἀφοδεύω

  1. πολυτονική γραφή της λέξης αφοδεύω



  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀφοδεύω < ἀφ- (ἀπό) + ὁδεύω

ἀφοδεύω

  1. αποβάλλω από τον πρωκτό τα περιττώματα της πέψης
    Ὅταν δὲ ἀφοδεύῃ, τὰ σκέλεα ἐκτεινάτω: οὕτω γὰρ ἂνἥκιστα ἐκπίπτοι ἡ ἕδρη. (Ἱπποκράτης, Περὶ συρίγγων, 9)