Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.my.ni.te/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
immunité immunités

immunité (fr) θηλυκό

  1. η ανοσία
  2. η ασυλία

Εκφράσεις

επεξεργασία