ασυλία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ασυλία | οι | ασυλίες |
γενική | της | ασυλίας | των | ασυλιών |
αιτιατική | την | ασυλία | τις | ασυλίες |
κλητική | ασυλία | ασυλίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ασυλία < αρχαία ελληνική ἀσυλία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ασυλία θηλυκό
- η ιδιότητα ιερού χώρου ως απαραβίαστου
- το δικαίωμα της μη παραβίασης χώρου
- (νομικός όρος): το νόμιμα ακαταδίωκτο
- νομικός όρος, πολιτική: το ακαταδίωκτο του βουλευτή
- βουλευτική ασυλία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
διπλωματική ασυλία