dispense
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαdispense (en)
- διανέμω, διαθέτω, χορηγώ, διαμοιράζω, μοιράζω
- απελευθερώνω τμηματικά
- dispense with: απαλλάσσομαι από, ξεφορτώνομαι
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dispense | dispenses |
dispense (fr) θηλυκό
- η απαλλαγή
- elle a eu une dispense de gymnastique - απαλλάχτηκε από τη γυμναστική (το μάθημα)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη dispenser