ξεφορτώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεφορτώνομαι: παθητική φωνή του ρήματος ξεφορτώνω
Ρήμα
επεξεργασίαξεφορτώνομαι
- αφαιρώ ένα φορτίο από πάνω μου
- (μεταφορικά) βάζω στην άκρη ή πετώ κάποιον ή κάτι ενοχλητικό ή βλαβερό
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεφορτώνομαι | ξεφορτωνόμουν(α) | θα ξεφορτώνομαι | να ξεφορτώνομαι | ||
β' ενικ. | ξεφορτώνεσαι | ξεφορτωνόσουν(α) | θα ξεφορτώνεσαι | να ξεφορτώνεσαι | (ξεφορτώνου) | |
γ' ενικ. | ξεφορτώνεται | ξεφορτωνόταν(ε) | θα ξεφορτώνεται | να ξεφορτώνεται | ||
α' πληθ. | ξεφορτωνόμαστε | ξεφορτωνόμαστε ξεφορτωνόμασταν |
θα ξεφορτωνόμαστε | να ξεφορτωνόμαστε | ||
β' πληθ. | ξεφορτώνεστε | ξεφορτωνόσαστε ξεφορτωνόσασταν |
θα ξεφορτώνεστε | να ξεφορτώνεστε | (ξεφορτώνεστε) | |
γ' πληθ. | ξεφορτώνονται | ξεφορτώνονταν ξεφορτωνόντουσαν |
θα ξεφορτώνονται | να ξεφορτώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεφορτώθηκα | θα ξεφορτωθώ | να ξεφορτωθώ | ξεφορτωθεί | ||
β' ενικ. | ξεφορτώθηκες | θα ξεφορτωθείς | να ξεφορτωθείς | ξεφορτώσου | ||
γ' ενικ. | ξεφορτώθηκε | θα ξεφορτωθεί | να ξεφορτωθεί | |||
α' πληθ. | ξεφορτωθήκαμε | θα ξεφορτωθούμε | να ξεφορτωθούμε | |||
β' πληθ. | ξεφορτωθήκατε | θα ξεφορτωθείτε | να ξεφορτωθείτε | ξεφορτωθείτε | ||
γ' πληθ. | ξεφορτώθηκαν ξεφορτωθήκαν(ε) |
θα ξεφορτωθούν(ε) | να ξεφορτωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξεφορτωθεί | είχα ξεφορτωθεί | θα έχω ξεφορτωθεί | να έχω ξεφορτωθεί | ξεφορτωμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξεφορτωθεί | είχες ξεφορτωθεί | θα έχεις ξεφορτωθεί | να έχεις ξεφορτωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξεφορτωθεί | είχε ξεφορτωθεί | θα έχει ξεφορτωθεί | να έχει ξεφορτωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεφορτωθεί | είχαμε ξεφορτωθεί | θα έχουμε ξεφορτωθεί | να έχουμε ξεφορτωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξεφορτωθεί | είχατε ξεφορτωθεί | θα έχετε ξεφορτωθεί | να έχετε ξεφορτωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεφορτωθεί | είχαν ξεφορτωθεί | θα έχουν ξεφορτωθεί | να έχουν ξεφορτωθεί |