Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεφορτώνομαι: παθητική φωνή του ρήματος ξεφορτώνω

ξεφορτώνομαι

  1. αφαιρώ ένα φορτίο από πάνω μου
  2. (μεταφορικά) βάζω στην άκρη ή πετώ κάποιον ή κάτι ενοχλητικό ή βλαβερό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία