Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεφορτωμένος η ξεφορτωμένη το ξεφορτωμένο
      γενική του ξεφορτωμένου της ξεφορτωμένης του ξεφορτωμένου
    αιτιατική τον ξεφορτωμένο την ξεφορτωμένη το ξεφορτωμένο
     κλητική ξεφορτωμένε ξεφορτωμένη ξεφορτωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεφορτωμένοι οι ξεφορτωμένες τα ξεφορτωμένα
      γενική των ξεφορτωμένων των ξεφορτωμένων των ξεφορτωμένων
    αιτιατική τους ξεφορτωμένους τις ξεφορτωμένες τα ξεφορτωμένα
     κλητική ξεφορτωμένοι ξεφορτωμένες ξεφορτωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεφορτωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεφορτώνω

  Μετοχή επεξεργασία

ξεφορτωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία