Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεφορτώνω < λείπει η ετυμολογία

ξεφορτώνω, παθ. φωνή ξεφορτώνομαι, παθ. μτχ: ξεφορτωμένος

  1. (μεταβατικό) βγάζω από κάποιο μεταφορικό μέσο το φορτίο του
    ευτυχώς που με βοήθησε και ξεφορτώσαμε γρήγορα το αμάξι γιατί δεν θα προλάβαινα να πάω έγκαιρα στη δουλειά
  2. (μεταβατικό) απαλλάσσω κάποιον, μερικά ή συνολικά, από το υλικό φορτίο που κουβαλάει
  3. (αμετάβατο) απαλλάσσομαι από κάτι που με ενοχλεί, που το θεωρώ βάρος υλικό ή ψυχικό
    προσπαθούσα τρεις βδομάδες να ξεφορτωθώ από αυτές τις μετοχές
    είχα ξεφορτωθεί το δύο καρό στην προηγούμενη γύρα

Συγγενικά

επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη ξεφορτώνομαι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία