ξεφορτώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεφορτώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαξεφορτώνω, παθ. φωνή ξεφορτώνομαι, παθ. μτχ: ξεφορτωμένος
- (μεταβατικό) βγάζω από κάποιο μεταφορικό μέσο το φορτίο του
- ευτυχώς που με βοήθησε και ξεφορτώσαμε γρήγορα το αμάξι γιατί δεν θα προλάβαινα να πάω έγκαιρα στη δουλειά
- (μεταβατικό) απαλλάσσω κάποιον, μερικά ή συνολικά, από το υλικό φορτίο που κουβαλάει
- (αμετάβατο) απαλλάσσομαι από κάτι που με ενοχλεί, που το θεωρώ βάρος υλικό ή ψυχικό
- προσπαθούσα τρεις βδομάδες να ξεφορτωθώ από αυτές τις μετοχές
- είχα ξεφορτωθεί το δύο καρό στην προηγούμενη γύρα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεφορτώνω | ξεφόρτωνα | θα ξεφορτώνω | να ξεφορτώνω | ξεφορτώνοντας | |
β' ενικ. | ξεφορτώνεις | ξεφόρτωνες | θα ξεφορτώνεις | να ξεφορτώνεις | ξεφόρτωνε | |
γ' ενικ. | ξεφορτώνει | ξεφόρτωνε | θα ξεφορτώνει | να ξεφορτώνει | ||
α' πληθ. | ξεφορτώνουμε | ξεφορτώναμε | θα ξεφορτώνουμε | να ξεφορτώνουμε | ||
β' πληθ. | ξεφορτώνετε | ξεφορτώνατε | θα ξεφορτώνετε | να ξεφορτώνετε | ξεφορτώνετε | |
γ' πληθ. | ξεφορτώνουν(ε) | ξεφόρτωναν ξεφορτώναν(ε) |
θα ξεφορτώνουν(ε) | να ξεφορτώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεφόρτωσα | θα ξεφορτώσω | να ξεφορτώσω | ξεφορτώσει | ||
β' ενικ. | ξεφόρτωσες | θα ξεφορτώσεις | να ξεφορτώσεις | ξεφόρτωσε | ||
γ' ενικ. | ξεφόρτωσε | θα ξεφορτώσει | να ξεφορτώσει | |||
α' πληθ. | ξεφορτώσαμε | θα ξεφορτώσουμε | να ξεφορτώσουμε | |||
β' πληθ. | ξεφορτώσατε | θα ξεφορτώσετε | να ξεφορτώσετε | ξεφορτώστε | ||
γ' πληθ. | ξεφόρτωσαν ξεφορτώσαν(ε) |
θα ξεφορτώσουν(ε) | να ξεφορτώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεφορτώσει | είχα ξεφορτώσει | θα έχω ξεφορτώσει | να έχω ξεφορτώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεφορτώσει | είχες ξεφορτώσει | θα έχεις ξεφορτώσει | να έχεις ξεφορτώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεφορτώσει | είχε ξεφορτώσει | θα έχει ξεφορτώσει | να έχει ξεφορτώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεφορτώσει | είχαμε ξεφορτώσει | θα έχουμε ξεφορτώσει | να έχουμε ξεφορτώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεφορτώσει | είχατε ξεφορτώσει | θα έχετε ξεφορτώσει | να έχετε ξεφορτώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεφορτώσει | είχαν ξεφορτώσει | θα έχουν ξεφορτώσει | να έχουν ξεφορτώσει |
|
Συγγενικά
επεξεργασία→ δείτε τη λέξη ξεφορτώνομαι