Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dump dumps

dump (en)

  1. καλάθι των αχρήστων
  2. (πληροφορική) η απόρριψη των άχρηστων ή παλιών αρχείων ή το μέρος όπου έχουν αποθηκευτεί

Παράγωγα

επεξεργασία
ενεστώτας dump
γ΄ ενικό ενεστώτα dumps
αόριστος dumped
παθητική μετοχή dumped
ενεργητική μετοχή dumping

dump (en)

  • (μεταβατικό) πετάω κάτι ως άχρηστο
    ⮡  Dump all these papers!
    Πέτα όλα αυτά τα χαρτιά!
    ⮡  They dumped all the old furniture and bought new ones.
    Πέταξαν όλα τα παλιά έπιπλα και αγόρασαν καινούρια.
    ⮡  They dumped the trash in front of the school.
    Πέταξαν τα σκουπίδια μπροστά στο σχολείο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη junk