Ετυμολογία

επεξεργασία
affranchissement < affranchir

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
affranchissement affranchissements

affranchissement (fr) αρσενικό

  1. η απελευθέρωση ενός σκλάβου, ενός δούλου, που γίνεται από τον αφέντη του
  2. (μεταφορικά) η απελευθέρωση, η ελευθέρωση
  3. η πληρωμή ενός τέλους

Αντώνυμα

επεξεργασία