Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

assujettissement < assujettir

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
assujettissement assujettissements

assujettissement (fr) αρσενικό