• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

assujettir

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Γαλλικά (fr)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις

Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

assujettir < a- + sujet + -ir

  ΡήμαΕπεξεργασία

assujettir (fr)

  1. υποδουλώνω, περιορίζω
  2. (μεταφορικά) υποτάσσω
  3. υποβάλλω κάποιον σε φόρο
  4. στερεώνω

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • assujetti - assujettie
  • assujettissant - assujettissante
  • assujettissement
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=assujettir&oldid=3768470"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Μαΐου 2017, στις 06:59

Γλώσσες

    • Dansk
    • English
    • Français
    • Magyar
    • Ido
    • 한국어
    • Malagasy
    • Polski
    • Română
    • Русский
    • Sängö
    • Tiếng Việt
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Μαΐου 2017, στις 06:59.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie