Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
assujettir
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
assujettir
<
a-
+
sujet
+
-ir
Ρήμα
επεξεργασία
assujettir
(fr)
υποδουλώνω
,
περιορίζω
(
μεταφορικά
)
υποτάσσω
υποβάλλω
κάποιον σε
φόρο
στερεώνω
Συγγενικά
επεξεργασία
assujetti
-
assujettie
assujettissant
-
assujettissante
assujettissement