υποδουλώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υποδουλώνω < μεσαιωνική ελληνική ὑποδουλῶ + -ώνω < ελληνιστική κοινή ὑπόδουλος < ὑπό + αρχαία ελληνική δοῦλος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.po.ðuˈlo.no/
Ρήμα
επεξεργασίαυποδουλώνω (παθητική φωνή: υποδουλώνομαι)
- κάνω κάποιον δούλο ή του αφαιρώ την ανεξαρτησία και την ελευθερία (νικώντας σε πόλεμο ή με άλλο τρόπο)
- (μεταφορικά) υποτάσσω κάποιον σε εξαρτησιογόνο παράγοντα, τον κάνω «δούλο» (του χρήματος, της δόξας κ.λπ.)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υποδουλώνω | υποδούλωνα | θα υποδουλώνω | να υποδουλώνω | υποδουλώνοντας | |
β' ενικ. | υποδουλώνεις | υποδούλωνες | θα υποδουλώνεις | να υποδουλώνεις | υποδούλωνε | |
γ' ενικ. | υποδουλώνει | υποδούλωνε | θα υποδουλώνει | να υποδουλώνει | ||
α' πληθ. | υποδουλώνουμε | υποδουλώναμε | θα υποδουλώνουμε | να υποδουλώνουμε | ||
β' πληθ. | υποδουλώνετε | υποδουλώνατε | θα υποδουλώνετε | να υποδουλώνετε | υποδουλώνετε | |
γ' πληθ. | υποδουλώνουν(ε) | υποδούλωναν υποδουλώναν(ε) |
θα υποδουλώνουν(ε) | να υποδουλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υποδούλωσα | θα υποδουλώσω | να υποδουλώσω | υποδουλώσει | ||
β' ενικ. | υποδούλωσες | θα υποδουλώσεις | να υποδουλώσεις | υποδούλωσε | ||
γ' ενικ. | υποδούλωσε | θα υποδουλώσει | να υποδουλώσει | |||
α' πληθ. | υποδουλώσαμε | θα υποδουλώσουμε | να υποδουλώσουμε | |||
β' πληθ. | υποδουλώσατε | θα υποδουλώσετε | να υποδουλώσετε | υποδουλώστε | ||
γ' πληθ. | υποδούλωσαν υποδουλώσαν(ε) |
θα υποδουλώσουν(ε) | να υποδουλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υποδουλώσει | είχα υποδουλώσει | θα έχω υποδουλώσει | να έχω υποδουλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις υποδουλώσει | είχες υποδουλώσει | θα έχεις υποδουλώσει | να έχεις υποδουλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει υποδουλώσει | είχε υποδουλώσει | θα έχει υποδουλώσει | να έχει υποδουλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε υποδουλώσει | είχαμε υποδουλώσει | θα έχουμε υποδουλώσει | να έχουμε υποδουλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε υποδουλώσει | είχατε υποδουλώσει | θα έχετε υποδουλώσει | να έχετε υποδουλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν υποδουλώσει | είχαν υποδουλώσει | θα έχουν υποδουλώσει | να έχουν υποδουλώσει |
|