υποδουλώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαυποδουλώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος υποδουλώνω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υποδουλώνομαι | υποδουλωνόμουν(α) | θα υποδουλώνομαι | να υποδουλώνομαι | ||
β' ενικ. | υποδουλώνεσαι | υποδουλωνόσουν(α) | θα υποδουλώνεσαι | να υποδουλώνεσαι | (υποδουλώνου) | |
γ' ενικ. | υποδουλώνεται | υποδουλωνόταν(ε) | θα υποδουλώνεται | να υποδουλώνεται | ||
α' πληθ. | υποδουλωνόμαστε | υποδουλωνόμαστε υποδουλωνόμασταν |
θα υποδουλωνόμαστε | να υποδουλωνόμαστε | ||
β' πληθ. | υποδουλώνεστε | υποδουλωνόσαστε υποδουλωνόσασταν |
θα υποδουλώνεστε | να υποδουλώνεστε | (υποδουλώνεστε) | |
γ' πληθ. | υποδουλώνονται | υποδουλώνονταν υποδουλωνόντουσαν |
θα υποδουλώνονται | να υποδουλώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υποδουλώθηκα | θα υποδουλωθώ | να υποδουλωθώ | υποδουλωθεί | ||
β' ενικ. | υποδουλώθηκες | θα υποδουλωθείς | να υποδουλωθείς | υποδουλώσου | ||
γ' ενικ. | υποδουλώθηκε | θα υποδουλωθεί | να υποδουλωθεί | |||
α' πληθ. | υποδουλωθήκαμε | θα υποδουλωθούμε | να υποδουλωθούμε | |||
β' πληθ. | υποδουλωθήκατε | θα υποδουλωθείτε | να υποδουλωθείτε | υποδουλωθείτε | ||
γ' πληθ. | υποδουλώθηκαν υποδουλωθήκαν(ε) |
θα υποδουλωθούν(ε) | να υποδουλωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω υποδουλωθεί | είχα υποδουλωθεί | θα έχω υποδουλωθεί | να έχω υποδουλωθεί | υποδουλωμένος | |
β' ενικ. | έχεις υποδουλωθεί | είχες υποδουλωθεί | θα έχεις υποδουλωθεί | να έχεις υποδουλωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει υποδουλωθεί | είχε υποδουλωθεί | θα έχει υποδουλωθεί | να έχει υποδουλωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε υποδουλωθεί | είχαμε υποδουλωθεί | θα έχουμε υποδουλωθεί | να έχουμε υποδουλωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε υποδουλωθεί | είχατε υποδουλωθεί | θα έχετε υποδουλωθεί | να έχετε υποδουλωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν υποδουλωθεί | είχαν υποδουλωθεί | θα έχουν υποδουλωθεί | να έχουν υποδουλωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία υποδουλώνομαι
|