υποδουλωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υποδουλωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου υποδουλώνω
Μετοχή
επεξεργασίαυποδουλωμένος, -η, -ο
- που έχει υποδουλωθεί, που βρίσκεται τώρα ή σε κάποια άλλη χρονικη στιγμή σε κατάσταση δουλείας
- υποδουλωμένος λαός
- πολλοί λαοί έζησαν επι αιώνες υποδουλωμένοι σε ξένα κράτη ή σε ξένα οικονομικά συμφέροντα