↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποδουλωμένος η υποδουλωμένη το υποδουλωμένο
      γενική του υποδουλωμένου της υποδουλωμένης του υποδουλωμένου
    αιτιατική τον υποδουλωμένο την υποδουλωμένη το υποδουλωμένο
     κλητική υποδουλωμένε υποδουλωμένη υποδουλωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποδουλωμένοι οι υποδουλωμένες τα υποδουλωμένα
      γενική των υποδουλωμένων των υποδουλωμένων των υποδουλωμένων
    αιτιατική τους υποδουλωμένους τις υποδουλωμένες τα υποδουλωμένα
     κλητική υποδουλωμένοι υποδουλωμένες υποδουλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υποδουλωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου υποδουλώνω

υποδουλωμένος, -η, -ο

  • που έχει υποδουλωθεί, που βρίσκεται τώρα ή σε κάποια άλλη χρονικη στιγμή σε κατάσταση δουλείας
    υποδουλωμένος λαός
    πολλοί λαοί έζησαν επι αιώνες υποδουλωμένοι σε ξένα κράτη ή σε ξένα οικονομικά συμφέροντα

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία