ανυποδούλωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανυποδούλωτος < αν- (στερητικό α-) + υποδουλ(ώνω) + -ωτος
Επίθετο
επεξεργασίαανυποδούλωτος
- που δεν έχει υποδουλωθεί ή δεν μπορεί να υποδουλωθεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανυποδούλωτος
|