Δείτε επίσης: δουλειά
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δουλεία οι δουλείες
      γενική της δουλείας των δουλειών
    αιτιατική τη δουλεία τις δουλείες
     κλητική δουλεία δουλείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðuˈli.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δουλεία δείτε και δουλειά

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δουλεία θηλυκό

  1. η δουλειά, η εργασία
  2. αξιόλογα έργα, στρατιωτικά κατορθώματα
  3. στρατιωτική επιχείρηση
  4. στρατιωτική υπηρεσία
  5. (νομικός όρος) όπως δουλεία, νέα ελληνικά

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη δοῦλος



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δουλεί αἱ δουλεῖαι
      γενική τῆς δουλείᾱς τῶν δουλειῶν
      δοτική τῇ δουλεί ταῖς δουλείαις
    αιτιατική τὴν δουλείᾱν τὰς δουλείᾱς
     κλητική ! δουλεί δουλεῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δουλεί
γεν-δοτ τοῖν  δουλείαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
δουλεία < δουλεύω < δοῦλος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δουλεία θηλυκό

  1. δουλεία
  2. σκλαβιά
  3. υπηρεσία
  4. οι δούλοι
      5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 5, 23.3
    ἢν δὲ ἡ δουλεία ἐπανιστῆται, ἐπικουρεῖν Ἀθηναίους Λακεδαιμονίοις παντὶ σθένει κατὰ τὸ δυνατόν.
    Αν οι δούλοι επαναστατήσουν, οι Αθηναίοι θα βοηθήσουν τους Λακεδαιμονίους μ᾽ όλες τους τις δυνάμεις και με κάθε τρόπο.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greeklanguage.gr

Συγγενικά

επεξεργασία