δουλοσύνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δουλοσύνη < αρχαία ελληνική δουλοσύνη < δούλος + -οσύνη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδουλοσύνη θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα ή η συμπεριφορά ενός δούλου
Μεταφράσεις
επεξεργασία δουλοσύνη
|
Δείτε επίσης : δουλοφροσύνη |
δουλοσύνη θηλυκό
|