dépendance
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- dépendance < dépendre
Ουσιαστικό Επεξεργασία
dépendance (fr) θηλυκό
- η σύνδεση, η εξάρτηση
- ↪ il semble y avoir une dépendance entre ces deux éléments - φαίνεται ότι υπάρχει κάποια σύνδεση/εξάρτηση ανάμεσα σε αυτά τα δύο στοιχεία
- ο εθισμός, η εξάρτηση
- ↪ dépendance physique et psychique à la morphine - φυσιολογική και ψυχολογική εξάρτηση από τη μορφίνη
- η εξάρτηση από κάποιον, η υποταγή σε κάποιον, η υποτέλεια
- ↪ être dans/sous la dépendance de quelqu'un - εξαρτώμαι/είμαι εξαρτημένος από κάποιον
- (για κτίρια) θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό οι βοηθητικοί, προσκείμενοι χώροι
- ↪ les dépendances de l'hôtel - οι βοηθητικοί χώροι του ξενοδοχείου
Επεξεργασία
Σύνθετα Επεξεργασία
Επεξεργασία
σύνδεση, εξάρτηση
εθισμός, εξάρτηση
εξάρτηση από κάποιον
βοηθητικοί προσκείμενοι χώροι