Ετυμολογία

επεξεργασία
dépendance < dépendre

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

dépendance (fr) θηλυκό

  1. η σύνδεση, η εξάρτηση
    ⮡  il semble y avoir une dépendance entre ces deux éléments - φαίνεται ότι υπάρχει κάποια σύνδεση/εξάρτηση ανάμεσα σε αυτά τα δύο στοιχεία
  2. ο εθισμός, η εξάρτηση
    ⮡  dépendance physique et psychique à la morphine - φυσιολογική και ψυχολογική εξάρτηση από τη μορφίνη
  3. η εξάρτηση από κάποιον, η υποταγή σε κάποιον, η υποτέλεια
    ⮡  être dans/sous la dépendance de quelqu'un - εξαρτώμαι/είμαι εξαρτημένος από κάποιον
  4. (για κτίρια) θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό οι βοηθητικοί, προσκείμενοι χώροι
    ⮡  les dépendances de l'hôtel - οι βοηθητικοί χώροι του ξενοδοχείου

Συγγενικά

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

σύνδεση, εξάρτηση

εθισμός, εξάρτηση

εξάρτηση από κάποιον

βοηθητικοί προσκείμενοι χώροι

Αντώνυμα

επεξεργασία