Ετυμολογία

επεξεργασία
liberté < λατινική libertas

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /li.bɛʁ.te/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
liberté libertés

liberté (fr) θηλυκό