ενικός         πληθυντικός  
addiction addictions

Ουσιαστικό

επεξεργασία

addiction (en)

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  •  δείτε τη λέξη addict



Ετυμολογία

επεξεργασία
addiction < (άμεσο δάνειο) αγγλική addiction < λατινική addictus (που επιδίδεται σε κάτι)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

addiction (fr) θηλυκό