εθισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | εθισμός | οι | εθισμοί |
γενική | του | εθισμού | των | εθισμών |
αιτιατική | τον | εθισμό | τους | εθισμούς |
κλητική | εθισμέ | εθισμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εθισμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐθισμός < ἐθίζω < ἔθος. Συγχρονικά αναλύεται σε εθισ- (εθίζω) + -μός[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.θiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐θι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεθισμός αρσενικό
- το αποτέλεσμα του εθίζω, το να αποκτάς μια συνήθεια απ' την οποία δεν θέλεις να απαλλαγείς
- ο μακροχρόνιος εθισμός στη νικοτίνη προκαλεί βλάβες στον οργανισμό
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εθισμός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.