εθιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εθιστικός < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐθιστικός. Συγχρονικά αναλύεται σε (εθίζω) εθισ- + -τικός. [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.θi.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐θι‐στι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαεθιστικός, -ή, -ό
- που προκαλεί εθισμό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ εθιστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας