Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐθίζω < ἔθος + -ίζω λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐθίζω θηλυκό

  1. συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτι
    ἐθίζω τινὰ ποιεῖν τι
  2. (αμετάβατο) είμαι συνηθισμένος να κάνω κάτι, εξοικειωμένος

  Αναφορές

επεξεργασία