Ετυμολογία

επεξεργασία
εθίζω < αρχαία ελληνική ἐθίζω

εθίζω, παθητικό εθίζομαι, παθητική μετοχή εθισμένος

  • κάνω κάποιον να συνηθίσει κάτι
    η νικοτίνη εθίζει
    η διαφήμιση μας εθίζει στη λογική του καταναλωτισμού

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία