Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εθισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εθισμέν
ος
η
εθισμέν
η
το
εθισμέν
ο
γενική
του
εθισμέν
ου
της
εθισμέν
ης
του
εθισμέν
ου
αιτιατική
τον
εθισμέν
ο
την
εθισμέν
η
το
εθισμέν
ο
κλητική
εθισμέν
ε
εθισμέν
η
εθισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εθισμέν
οι
οι
εθισμέν
ες
τα
εθισμέν
α
γενική
των
εθισμέν
ων
των
εθισμέν
ων
των
εθισμέν
ων
αιτιατική
τους
εθισμέν
ους
τις
εθισμέν
ες
τα
εθισμέν
α
κλητική
εθισμέν
οι
εθισμέν
ες
εθισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
Επεξεργασία
εθισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εθίζω
Μετοχή
Επεξεργασία
εθισμένος -η -ο
που έχει υποστεί
εθισμό
σε κάποια ουσία ή κάποια κατάσταση
Συνώνυμα
Επεξεργασία
εξαρτημένος
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
εθισμένος
αγγλικά
:
addicted
(en)
γαλλικά
:
addict
(fr)
,
dépendant
(fr)
,
accro
(fr)