annexe
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
annexe | annexes |
annexe (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που εξαρτάται από ένα κύριο στοιχείο
- που είναι επιπρόσθετος, χωρίς σημασία
Αντώνυμα
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
annexe | annexes |
annexe (fr) θηλυκό
- το βοηθητικό κτήριο ή δωμάτιο
- ≈ συνώνυμα: dépendance, succursale
- ≠ αντώνυμα: siège
- το προσκυνητάρι που εξαρτάται από τον κύριο χώρο μιας εκκλησίας
- (ναυτικός όρος) το βοηθητικό σκάφος
- (ανατομία) το στοιχείο που εξαρτάται από ένα όργανο
- το παράρτημα, τα επιπρόσθετα στοιχεία, έγγραφα, ...