Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
annexe annexes

annexe (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που εξαρτάται από ένα κύριο στοιχείο
     συνώνυμα: additif, complémentaire, secondaire
  2. που είναι επιπρόσθετος, χωρίς σημασία
     συνώνυμα: mineur

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
annexe annexes

annexe (fr) θηλυκό

  1. το βοηθητικό κτήριο ή δωμάτιο
     συνώνυμα: dépendance, succursale
     αντώνυμα: siège
  2. το προσκυνητάρι που εξαρτάται από τον κύριο χώρο μιας εκκλησίας
  3. (ναυτικός όρος) το βοηθητικό σκάφος
  4. (ανατομία) το στοιχείο που εξαρτάται από ένα όργανο
  5. το παράρτημα, τα επιπρόσθετα στοιχεία, έγγραφα, ...
     συνώνυμα: appendice

Συγγενικά

επεξεργασία