Ετυμολογία

επεξεργασία
complémentaire < complément

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
complémentaire complémentaires

complémentaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. συμπληρωματικός
  2. πρόσθετος

Συγγενικά

επεξεργασία