συμπληρωματικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμπληρωματικός < συμπλήρωμα (γενική συμπληρώματ-ος) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίασυμπληρωματικός, -ή, -ό
- που συμπληρώνει κάτι άλλο
- θα απαιτηθούν συμπληρωματικές εξηγήσεις πριν προχωρήσουμε τη δουλειά
- (γεωμετρία) για γωνίες που έχουν άθροισμα 90 μοίρες
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία που συμπληρώνει κάτι άλλο
γεωμετρία