συμπληρωματικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμπληρωματικά < συμπληρωματικ(ός) + -ά
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sim.bli.ɾo.ma.tiˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐μπλη‐ρω‐μα‐τι‐κά
- παλιότερος συλλαβισμός : συμ‐πλη‐ρω‐μα‐τι‐κά
Επίρρημα
επεξεργασίασυμπληρωματικά (τροπικό επίρρημα)
- με συμπληρωματικό τρόπο
- ⮡ αυτό το πρόγραμμα λειτουργεί συμπληρωματικά με το άλλο
- με σκοπό να προσθέσω κάτι
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμπληρωματικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασυμπληρωματικά
- αιτιατική ενικού του συμπληρωματικός, αρσενικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συμπληρωματικό, ουδέτερο του συμπληρωματικός