Ετυμολογία

επεξεργασία
συμπληρωματικά < συμπληρωματικ(ός) +

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sim.bli.ɾo.ma.tiˈka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐μπλη‐ρω‐μα‐τι‐κά
παλιότερος συλλαβισμός: συμ‐πλη‐ρω‐μα‐τι‐κά

  Επίρρημα

επεξεργασία

συμπληρωματικά (τροπικό επίρρημα)

  1. με συμπληρωματικό τρόπο
    ⮡  αυτό το πρόγραμμα λειτουργεί συμπληρωματικά με το άλλο
  2. με σκοπό να προσθέσω κάτι
    ⮡  συμπληρωματικά, θα ήθελα να πω και το εξής…
     συνώνυμα: επιπλέον

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

συμπληρωματικά

  1. αιτιατική ενικού του συμπληρωματικός, αρσενικό
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συμπληρωματικό, ουδέτερο του συμπληρωματικός