Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραπληρωματικός η παραπληρωματική το παραπληρωματικό
      γενική του παραπληρωματικού της παραπληρωματικής του παραπληρωματικού
    αιτιατική τον παραπληρωματικό την παραπληρωματική το παραπληρωματικό
     κλητική παραπληρωματικέ παραπληρωματική παραπληρωματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραπληρωματικοί οι παραπληρωματικές τα παραπληρωματικά
      γενική των παραπληρωματικών των παραπληρωματικών των παραπληρωματικών
    αιτιατική τους παραπληρωματικούς τις παραπληρωματικές τα παραπληρωματικά
     κλητική παραπληρωματικοί παραπληρωματικές παραπληρωματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραπληρωματικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

παραπληρωματικός, -ή, -ό

  1. (γεωμετρία) για γωνίες των οποίων το άθροισμα είναι 180 μοίρες (άθροισμα δύο ορθών γωνιών)
  2. ο συμπληρωματικός
    η διάκριση των πολιτικών, ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων είναι παραπληρωματικού χαρακτήρα στις μεταξύ τους σχέσεις

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία