συμπλήρωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμπλήρωμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμπλήρωμα, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική complément ή supplément[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /simˈbli.ɾo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐μπλή‐ρω‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμπλήρωμα ουδέτερο
- η ενέργεια του συμπληρώνω
- ότι χρειάζεται ώστε κάτι να πληρωθεί
- συνοδευτικό κείμενο στο οποίο ο συντάκτης αναφέρει επιπλέον χρήσιμα στοιχεία
- (γραμματική) συμπληρώματα του ρήματος: επιρρηματικοί προσδιορισμοί και αντικείμενα
- επιπλέον ποσότητα φαγητού πέραν της μερίδας
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συμπλήρωμα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συμπλήρωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας