supplement
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
supplement | supplements |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsupplement (en)
- το συμπλήρωμα, κάτι που προστίθεται σε κάτι άλλο για να το βελτιώσει ή να το ολοκληρώσει
- ⮡ nutrition supplements - συμπληρώματα διατροφής