παράρτημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παράρτημα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παράρτημα (συμπλήρωμα) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική supplément, annexe[1] < παρ- + αρχαία ελληνική ἀρτάω / ἀρτῶ[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /paˈɾaɾ.ti.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ράρ‐τη‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαράρτημα ουδέτερο
- οτιδήποτε συμπληρώνει, επεκτείνει ή προστίθεται σε κάτι που θεωρείται κύριο και βασικό
- (ειδικότερα) τμήμα ή υποκατάστημα εταιρείας ή επιχείρησης σε άλλη περιοχή
- (ειδικότερα) βιβλίο ή περιοδικό (ενσωματωμένο ή αυτόνομο) που συμπληρώνει με στοιχεία άλλο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παράρτημα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ παράρτημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαράρτημα ουδέτερο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- παράρτημα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.