προσάρτημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσάρτημα < ελληνιστική κοινή προσάρτημα < αρχαία ελληνική προσαρτάω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσάρτημα ουδέτερο
- (γενικότερα) ό,τι έχει προσαρτηθεί
- (ειδικότερα) λογιστική έκθεση που συνοδεύει λογιστική κατάσταση τέλους χρήσης
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσάρτημα
|