Δείτε επίσης: προσαρτῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία

προσαρτώ (παθητική φωνή: προσαρτώμαι, προσαρτούμαι)

  1. υπάγω ένα κράτος στην κυριαρχία ενός άλλου μονομερώς και χωρίς τη δική του βούληση ή επιδίωξη
  2. υπάγω μια περιοχή (ή κι ένα κράτος) στην κυριαρχία ενός (άλλου) κράτους με αμοιβαία βούληση ή επιδίωξη
  3. (γενικότερα, λόγιο) συνδέω, συνάπτω

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία