προσαρτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσαρτώ < αρχαία ελληνική προσαρτάω / προσαρτῶ < πρός + ἀρτάω / ἀρτῶ < ἀραρίσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂er- (συνδέω, ταιριάζω, τοποθετώ μαζί) (1,2: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική annexer)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.saɾˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σαρ‐τώ
- παλιότερος συλλαβισμός : προσ‐αρ‐τώ
Ρήμα
επεξεργασίαπροσαρτώ (παθητική φωνή: προσαρτώμαι, προσαρτούμαι)
- υπάγω ένα κράτος στην κυριαρχία ενός άλλου μονομερώς και χωρίς τη δική του βούληση ή επιδίωξη
- υπάγω μια περιοχή (ή κι ένα κράτος) στην κυριαρχία ενός (άλλου) κράτους με αμοιβαία βούληση ή επιδίωξη
- (γενικότερα, λόγιο) συνδέω, συνάπτω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προσαρτάω - προσαρτώ | προσαρτούσα | θα προσαρτάω - προσαρτώ | να προσαρτάω - προσαρτώ | προσαρτώντας | |
β' ενικ. | προσαρτάς | προσαρτούσες | θα προσαρτάς | να προσαρτάς | προσάρτα - προσάρταγε | |
γ' ενικ. | προσαρτάει - προσαρτά | προσαρτούσε | θα προσαρτάει - προσαρτά | να προσαρτάει - προσαρτά | ||
α' πληθ. | προσαρτάμε - προσαρτούμε | προσαρτούσαμε | θα προσαρτάμε - προσαρτούμε | να προσαρτάμε - προσαρτούμε | ||
β' πληθ. | προσαρτάτε | προσαρτούσατε | θα προσαρτάτε | να προσαρτάτε | προσαρτάτε | |
γ' πληθ. | προσαρτάν(ε) - προσαρτούν(ε) | προσαρτούσαν(ε) | θα προσαρτάν(ε) - προσαρτούν(ε) | να προσαρτάν(ε) - προσαρτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προσάρτησα | θα προσαρτήσω | να προσαρτήσω | προσαρτήσει | ||
β' ενικ. | προσάρτησες | θα προσαρτήσεις | να προσαρτήσεις | προσάρτα - προσάρτησε | ||
γ' ενικ. | προσάρτησε | θα προσαρτήσει | να προσαρτήσει | |||
α' πληθ. | προσαρτήσαμε | θα προσαρτήσουμε | να προσαρτήσουμε | |||
β' πληθ. | προσαρτήσατε | θα προσαρτήσετε | να προσαρτήσετε | προσαρτήστε | ||
γ' πληθ. | προσάρτησαν προσαρτήσαν(ε) |
θα προσαρτήσουν(ε) | να προσαρτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προσαρτήσει | είχα προσαρτήσει | θα έχω προσαρτήσει | να έχω προσαρτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις προσαρτήσει | είχες προσαρτήσει | θα έχεις προσαρτήσει | να έχεις προσαρτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει προσαρτήσει | είχε προσαρτήσει | θα έχει προσαρτήσει | να έχει προσαρτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προσαρτήσει | είχαμε προσαρτήσει | θα έχουμε προσαρτήσει | να έχουμε προσαρτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε προσαρτήσει | είχατε προσαρτήσει | θα έχετε προσαρτήσει | να έχετε προσαρτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προσαρτήσει | είχαν προσαρτήσει | θα έχουν προσαρτήσει | να έχουν προσαρτήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ προσαρτώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας