Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μονομερώς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
μονομερώς
<
ελληνιστική κοινή
μονομερῶς
<
μονομερής
Επίρρημα
επεξεργασία
μονομερώς
με
μονομερή
τρόπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μονομερώς
αγγλικά
:
unilaterally
(en)