Δείτε επίσης: μονομερίς, μονομελής

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονομερής η μονομερής το μονομερές
      γενική του μονομερούς της μονομερούς του μονομερούς
    αιτιατική τον μονομερή τη μονομερή το μονομερές
     κλητική μονομερή(ς) μονομερής μονομερές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονομερείς οι μονομερείς τα μονομερή
      γενική των μονομερών των μονομερών των μονομερών
    αιτιατική τους μονομερείς τις μονομερείς τα μονομερή
     κλητική μονομερείς μονομερείς μονομερή
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μονομερής < ελληνιστική κοινή μονομερής < αρχαία ελληνική μόνος + μέρος. Μορφολογικά αναλύεται σε μονο- + -μερής

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

μονομερής, -ής, -ές

  1. που έχει σχέση μ’ ένα κομμάτι, ένα τμήμα του όλου
  2. που δεν διέπεται από αντικειμενικότητα και πληρότητα
  3. που εκπορεύεται ή πραγματοποιείται από ένα μόνο από δύο ή περισσότερα μέρη
  4. (βιοχημεία) ...

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

ΑντώνυμαΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία


μονομερής - διμερής - τριμερής - τετραμερής - πενταμερής - εξαμερής - επταμερής - οκταμερής - εννεαμερής - δεκαμερής

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία