μονομερής
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μονομερής < ελληνιστική κοινή μονομερής
ΕπίθετοΕπεξεργασία
μονομερής, -ής, -ές
- που έχει σχέση μ’ ένα κομμάτι, ένα τμήμα του όλου
- που δεν διέπεται από αντικειμενικότητα και πληρότητα
- που εκπορεύεται ή πραγματοποιείται από ένα μόνο από δύο ή περισσότερα μέρη
- (βιοχημεία) ...
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- μονομέρεια
- μονομερώς
- → δείτε τις λέξεις μόνος και μέρος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μονομερής