τριμερής
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τριμερής | η | τριμερής | το | τριμερές |
γενική | του | τριμερούς | της | τριμερούς | του | τριμερούς |
αιτιατική | τον | τριμερή | την | τριμερή | το | τριμερές |
κλητική | τριμερή(ς) | τριμερής | τριμερές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τριμερείς | οι | τριμερείς | τα | τριμερή |
γενική | των | τριμερών | των | τριμερών | των | τριμερών |
αιτιατική | τους | τριμερείς | τις | τριμερείς | τα | τριμερή |
κλητική | τριμερείς | τριμερείς | τριμερή | |||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τριμερής < αρχαία ελληνική τριμερής
ΕπίθετοΕπεξεργασία
τριμερής, -ής, -ές
- που αποτελείται από τρία μέρη
- τριμερής χρηματοδότηση ασφαλιστικού συστήματος από κράτος, εργοδότη, εργαζόμενο
- που συμμετέχουν αντιπρόσωποι τριών μερών
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
τριμερής
|