τριμερής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τριμερής | η | τριμερής | το | τριμερές |
γενική | του | τριμερούς* | της | τριμερούς | του | τριμερούς |
αιτιατική | τον | τριμερή | την | τριμερή | το | τριμερές |
κλητική | τριμερή(ς) | τριμερής | τριμερές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τριμερείς | οι | τριμερείς | τα | τριμερή |
γενική | των | τριμερών | των | τριμερών | των | τριμερών |
αιτιατική | τους | τριμερείς | τις | τριμερείς | τα | τριμερή |
κλητική | τριμερείς | τριμερείς | τριμερή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τριμερής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τριμερής. Μορφολογικά αναλύεται σε τρι- + -μερής
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tɾi.meˈɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρι‐με‐ρής
Επίθετο επεξεργασία
τριμερής, -ής, -ές
- που αποτελείται από τρία μέρη
- ↪ τριμερής χρηματοδότηση ασφαλιστικού συστήματος από κράτος, εργοδότη, εργαζόμενο
- ↪ Ο ρυθμός στο βαλς είναι τριμερής, έχει τριμερές μέτρο.
- που συμμετέχουν αντιπρόσωποι τριών μερών
- ↪ τριμερής συνθήκη
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
μονομερής - διμερής - τριμερής - τετραμερής - πενταμερής - εξαμερής - επταμερής - οκταμερής - εννεαμερής - δεκαμερής
Μεταφράσεις επεξεργασία
τριμερής
|
Πηγές επεξεργασία
- τριμερής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τριμερής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
τρῐμερεσ- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | τριμερής | τὸ | τριμερές | ||
γενική | τοῦ/τῆς | τριμεροῦς | τοῦ | τριμεροῦς | ||
δοτική | τῷ/τῇ | τριμερεῖ | τῷ | τριμερεῖ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | τριμερῆ | τὸ | τριμερές | ||
κλητική ὦ! | τριμερές | τριμερές | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | τριμερεῖς | τὰ | τριμερῆ | ||
γενική | τῶν | τριμερῶν | τῶν | τριμερῶν | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | τριμερέσῐ(ν) | τοῖς | τριμερέσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | τριμερεῖς | τὰ | τριμερῆ | ||
κλητική ὦ! | τριμερεῖς | τριμερῆ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τριμερεῖ | τὼ | τριμερεῖ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τριμεροῖν | τοῖν | τριμεροῖν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
τριμερής, -ής, -ές
Εκφράσεις επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- τριμερής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.