↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεκαμερής η δεκαμερής το δεκαμερές
      γενική του δεκαμερούς* της δεκαμερούς του δεκαμερούς
    αιτιατική τον δεκαμερή τη δεκαμερή το δεκαμερές
     κλητική δεκαμερή(ς) δεκαμερής δεκαμερές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεκαμερείς οι δεκαμερείς τα δεκαμερή
      γενική των δεκαμερών των δεκαμερών των δεκαμερών
    αιτιατική τους δεκαμερείς τις δεκαμερείς τα δεκαμερή
     κλητική δεκαμερείς δεκαμερείς δεκαμερή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δεκαμερής < δεκα- + -μερής

  Επίθετο

επεξεργασία

δεκαμερής, -ής, -ές

  1. που συμβαίνει ανάμεσα σε δέκα μέρη ή τα αφορά
  2. που αποτελείται από δέκα μέρη

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία


μονομερής - διμερής - τριμερής - τετραμερής - πενταμερής - εξαμερής - επταμερής - οκταμερής - εννεαμερής - δεκαμερής

  Μεταφράσεις

επεξεργασία