Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εννεαμερής η εννεαμερής το εννεαμερές
      γενική του εννεαμερούς της εννεαμερούς του εννεαμερούς
    αιτιατική τον εννεαμερή την εννεαμερή το εννεαμερές
     κλητική εννεαμερή(ς) εννεαμερής εννεαμερές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εννεαμερείς οι εννεαμερείς τα εννεαμερή
      γενική των εννεαμερών των εννεαμερών των εννεαμερών
    αιτιατική τους εννεαμερείς τις εννεαμερείς τα εννεαμερή
     κλητική εννεαμερείς εννεαμερείς εννεαμερή
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εννεαμερής < εννεα- + -μερής

  Επίθετο Επεξεργασία

εννεαμερής, -ής, -ές

  • που αποτελείται από εννέα μέρη

Συνώνυμα Επεξεργασία

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία


μονομερής - διμερής - τριμερής - τετραμερής - πενταμερής - εξαμερής - επταμερής - οκταμερής - εννεαμερής - δεκαμερής

  Μεταφράσεις Επεξεργασία