εννεαμερής
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
Επίθετο Επεξεργασία
εννεαμερής, -ής, -ές
- που αποτελείται από εννέα μέρη
Συνώνυμα Επεξεργασία
Επεξεργασία
- εννιαμερώς
- → δείτε τις λέξεις εννέα και μέρος
μονομερής - διμερής - τριμερής - τετραμερής - πενταμερής - εξαμερής - επταμερής - οκταμερής - εννεαμερής - δεκαμερής
Μεταφράσεις Επεξεργασία
εννεαμερής
|