• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

εννέα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Αριθμητικό
      • 1.3.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εννέα < αρχαία ελληνική ἐννέα

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈne.a/

  ΑριθμητικόΕπεξεργασία

εννέα και εννιά

  • απόλυτο αριθμητικό, ο αριθμός που ακολουθεί το οκτώ και προηγείται του δέκα· συμβολίζεται με τον αραβικό αριθμό 9, τον ελληνικό θ΄, τον λατινικό IX κ.λπ.
αριθμητικά
απόλυτο: εννέα
ψηφίο: εννιάρι
τακτικό: έννατος
πολλαπλασιαστικό:  εννεαπλός
αναλογικό: εννεαπλάσιος
περιληπτικό: εννεάδα  
επίρρημα: εννεάκις
πρόθημα: εννεα-
 
χρονικά
λεπτά: εννεάλεπτο
ώρες: εννεάωρο
ημέρες: εννεαήμερο
μήνες: εννεάμηνο
έτη: εννεαετία
διάρκεια: εννεαετής, εννεαετές - εννεάχρονος, εννεάχρονη, εννεάχρονο  

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    εννέα

→ δείτε τη λέξη εννιά

Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εννέα&oldid=5328586"
Τελευταία επεξεργασία στις 24 Οκτωβρίου 2021, στις 12:02
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 24 Οκτωβρίου 2021, στις 12:02.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie