εννεαετής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εννεαετής | η | εννεαετής | το | εννεαετές |
γενική | του | εννεαετούς* | της | εννεαετούς | του | εννεαετούς |
αιτιατική | τον | εννεαετή | την | εννεαετή | το | εννεαετές |
κλητική | εννεαετή(ς) | εννεαετής | εννεαετές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εννεαετείς | οι | εννεαετείς | τα | εννεαετή |
γενική | των | εννεαετών | των | εννεαετών | των | εννεαετών |
αιτιατική | τους | εννεαετείς | τις | εννεαετείς | τα | εννεαετή |
κλητική | εννεαετείς | εννεαετείς | εννεαετή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εννεαετής < ελληνιστική κοινή ἐννεαέτης / εννεα- + -ετής
Επίθετο επεξεργασία
εννεαετής, -η, -ο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
μονοετής διετής τριετής τετραετής πενταετής εξαετής επταετής / εφταετής οκταετής / οχταετής εννιαετής / εννεαετής δεκαετής
Μεταφράσεις επεξεργασία
εννεαετής
|