πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εννιάχρονος η εννιάχρονη το εννιάχρονο
      γενική του εννιάχρονου της εννιάχρονης του εννιάχρονου
    αιτιατική τον εννιάχρονο την εννιάχρονη το εννιάχρονο
     κλητική εννιάχρονε εννιάχρονη εννιάχρονο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εννιάχρονοι οι εννιάχρονες τα εννιάχρονα
      γενική των εννιάχρονων των εννιάχρονων των εννιάχρονων
    αιτιατική τους εννιάχρονους τις εννιάχρονες τα εννιάχρονα
     κλητική εννιάχρονοι εννιάχρονες εννιάχρονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
εννιάχρονος < εννιά- + -χρονος