Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δωδεκάχρονος η δωδεκάχρονη το δωδεκάχρονο
      γενική του δωδεκάχρονου της δωδεκάχρονης του δωδεκάχρονου
    αιτιατική τον δωδεκάχρονο τη δωδεκάχρονη το δωδεκάχρονο
     κλητική δωδεκάχρονε δωδεκάχρονη δωδεκάχρονο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δωδεκάχρονοι οι δωδεκάχρονες τα δωδεκάχρονα
      γενική των δωδεκάχρονων των δωδεκάχρονων των δωδεκάχρονων
    αιτιατική τους δωδεκάχρονους τις δωδεκάχρονες τα δωδεκάχρονα
     κλητική δωδεκάχρονοι δωδεκάχρονες δωδεκάχρονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δωδεκάχρονος < δώδεκα + -χρονος

  Επίθετο επεξεργασία

δωδεκάχρονος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

εξάχρονος επτάχρονος / εφτάχρονος οκτάχρονος / οχτάχρονος εννιάχρονος δεκάχρονος εντεκάχρονος / ενδεκάχρονος δωδεκάχρονος δεκατριάχρονος δεκατετράχρονος δεκαπεντάχρονος ... εικοσάχρονος

  Μεταφράσεις επεξεργασία