Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

δωδεκάχρονοι αρσενικό

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία

^ δωδεκάχρονη