↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεκάχρονος η δεκάχρονη το δεκάχρονο
      γενική του δεκάχρονου της δεκάχρονης του δεκάχρονου
    αιτιατική τον δεκάχρονο τη δεκάχρονη το δεκάχρονο
     κλητική δεκάχρονε δεκάχρονη δεκάχρονο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεκάχρονοι οι δεκάχρονες τα δεκάχρονα
      γενική των δεκάχρονων των δεκάχρονων των δεκάχρονων
    αιτιατική τους δεκάχρονους τις δεκάχρονες τα δεκάχρονα
     κλητική δεκάχρονοι δεκάχρονες δεκάχρονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δεκάχρονος < δεκά- + -χρονος

  Επίθετο

επεξεργασία

δεκάχρονος, -η, -ο

  1. που έχει διάρκεια δέκα χρόνων
  2. (και ως ουσιαστικό) που έχει ηλικία δέκα χρονών

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

εξάχρονος επτάχρονος / εφτάχρονος οκτάχρονος / οχτάχρονος εννιάχρονος δεκάχρονος εντεκάχρονος / ενδεκάχρονος δωδεκάχρονος δεκατριάχρονος δεκατετράχρονος δεκαπεντάχρονος ... εικοσάχρονος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία